Σοβαρό περιστατικό περιβαλλοντικής ρύπανσης σημειώθηκε στο λιμάνι της Κύμης το πρωί της Τετάρτης 24 Ιουλίου, κατά τη διάρκεια διαδικασίας φόρτωσης οχημάτων σε επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες από το Λιμενικό Σώμα, φορτηγό όχημα με ρυμουλκό, κατά την επιβίβασή του στο πλοίο, προσέκρουσε στον καταπέλτη, προκαλώντας ρήγμα στη δεξαμενή καυσίμου και συνεπακόλουθη διαρροή πετρελαίου τόσο στην πλατφόρμα φόρτωσης όσο και στη λιμενική ζώνη.
Μικρή ποσότητα του ρυπαντικού υγρού κατέληξε και στη θάλασσα, προκαλώντας κινητοποίηση των αρμόδιων αρχών. Οι λιμενικές και τεχνικές υπηρεσίες του πλοίου αντέδρασαν άμεσα, ενεργοποιώντας σχέδιο απορρύπανσης, με την εγκατάσταση αντιρρυπαντικών φραγμάτων, απορροφητικών υλικών και χημικών εξουδετέρωσης, ώστε να αποτραπεί η περαιτέρω διασπορά του πετρελαίου στο θαλάσσιο περιβάλλον.
Το περιστατικό αντιμετωπίστηκε σε πρώτη φάση αποτελεσματικά, χωρίς να υπάρξει κίνδυνος για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, ωστόσο η περιβαλλοντική ζημιά αξιολογείται από το Κλιμάκιο Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος του Λιμενικού. Στο πλαίσιο της προανάκρισης που διενεργείται από το Λιμεναρχείο Κύμης, συνελήφθησαν ο οδηγός του φορτηγού οχήματος καθώς και ο υπεύθυνος φόρτωσης του πλοίου, με κατηγορίες που σχετίζονται με αμέλεια κατά την εκτέλεση λιμενικών εργασιών, βάσει του ΠΔ 55/98 και του Ν. 4042/2012 περί πρόληψης και αντιμετώπισης της θαλάσσιας ρύπανσης.
Οι δύο συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι εν αναμονή της ολοκλήρωσης της δικογραφίας και της απόδοσης ποινικών ευθυνών. Το περιστατικό έρχεται να υπενθυμίσει τη σημασία της σωστής εκπαίδευσης και επιτήρησης κατά τις φορτοεκφορτώσεις σε πλοία, ιδίως όταν εμπλέκονται οχήματα μεταφοράς υγρών καυσίμων. Παρά το μικρό μέγεθος της διαρροής, η ύπαρξη καυσίμου σε θαλάσσιο περιβάλλον, όσο περιορισμένη και αν είναι, αποτελεί σοβαρό περιβαλλοντικό κίνδυνο, ιδίως σε περιοχές με αυξημένη τουριστική ή αλιευτική δραστηριότητα.
Για τη ναυτιλιακή κοινότητα και τους φορείς των λιμένων, το γεγονός αυτό αναδεικνύει για άλλη μια φορά την ανάγκη για διαρκή επιμόρφωση των εμπλεκομένων, αυστηρό έλεγχο εφαρμογής των πρωτοκόλλων ασφάλειας και αυξημένη ετοιμότητα σε περιπτώσεις άμεσης περιβαλλοντικής απειλής.



